- ταξεώτης
- ταξεώτηςofficer of a magistratemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταξεώτης — ο, ΜΑ, και ταξιώτης Α μέλος αυτοκρατορικής φρουράς, ιδίως ακόλουθος ή αξιωματικός ηγεμόνα ή βοηθός δικαστή ή στρατηλάτη μσν. 1. υπαξιωματικός ή αξιωματικός 2. τακτικός στρατιώτης ή στρατιώτης που βρίσκεται σε εκστρατεία 3. αυτός που ανήκει σε… … Dictionary of Greek
ταξεωτῶν — ταξεώτης officer of a magistrate masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξεῶται — ταξεώτης officer of a magistrate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξεώταις — ταξεώτης officer of a magistrate masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξεώτην — ταξεώτης officer of a magistrate masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξεώτου — ταξεώτης officer of a magistrate masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξεώτῃ — ταξεώτης officer of a magistrate masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξεώτας — ταξεώτᾱς , ταξεώτης officer of a magistrate masc acc pl ταξεώτᾱς , ταξεώτης officer of a magistrate masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξεωτικός — ή, όν, ΜΑ [ταξεώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταξεώτη … Dictionary of Greek